(αφιέρωμα στην ελιά και στα χειμερινά καταφύγια των κτηνοτρόφων)
Ώρα να
ανηφορίσουμε προς το χειμερινό θέρετρο, ένα χωριουδάκι σφηνωμένο στους ορεινούς
όγκους σε υψόμετρο 600μ. Εκεί μας περιμένει ένα άλλο οικογενειακό λημέρι,
απομεινάρι της τουρκοκρατίας, που ο κάτοχος του ο μακρινός προπάππος μας, το
είχε χτίσει. Ο δεύτερος σταθμός μας ορίζεται και πάλι από την ανάγκη των
ελαιώνων αυτή τη φορά να ξεδιψάσουν. Βλέπετε είμαστε τουρίστες, περιοδεύοντες
φυσιολάτρες, έτσι θα μας αποκαλούσαν σήμερα, που επισκεπτόμαστε τη φύση τους
θερινούς μήνες γιατί νιώθουμε το πόσο έχει ανάγκη την παρουσία μας. Η διαμονή
μας σύντομη και το κάλεσμα της ρίζας ηχεί στα σπλάχνα μας, ζητώντας την
παρουσία μας. Εμείς, το νερό και τα δέντρα ζούμε παράλληλα, αφού ακόμα και τα
βράδια με ένα φακό στο χέρι, διασχίζουμε τους ελαιώνες, καθώς τότε έρχεται η σειρά
μας για το πότισμα. Μια σιωπηλή αλληλεγγύη στη διανομή του νερού, ένας άγραφος
κανόνας στη μοιρασιά κατευθύνει τις τύχες μας για το πότε και το πόσο. Κι εμείς
ζώντας το παραμύθι στο σπιτάκι με την αρχιτεκτονική του προηγούμενου αιώνα,
ακούμε ιστορίες από τα χείλη των παππούδων μας, γελάμε, μιλάμε για τις ζωές των
συγχωριανών, τα πάθη, τους καημούς τους τις χαρές τους κι ένας ύπνος ανάλαφρος
μας κλείνει τα βλέφαρα....Γιαγιά, τι ώρα φεύγουμε το πρωί;
Πίνακας: Τσαρούχης Γιάννης-Τοπίο με σπίτι, 1983
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου